Κυριακή 20 Μαΐου 2018



Προκυμαία


Προχωρούσα
στη προκυμαία της νύχτας
τα κύματα
ήταν άνθρωποι
στόματα ορθάνοιχτα
μάτια βγαλμένα
άδειες κόγχες
που αιμορραγούσαν

σφιχταγκαλιασμένοι
οι ζωντανοί
με τους νεκρούς
σε μια μολυσμένη ερωτική επαφή
του αιώνιου
με το φθαρτό
αντάλλαζαν ηδονικά
σπέρματα φρίκης
οράματα ριπαίου χρόνου
και ακαθαρσίες φωτός
   
φωνή δεν άκουγα
μονάχα γέμιζα
τον αρχαίο πόνο
που με πλημμύριζε σαν λάσπη
και δυσφορούσα

στη παλάμη μου ένιωσα
ένα χέρι παιδικό
γύρισα και είδα
ένα αγόρι
με στήθη γυναικεία
με ουρά ψαριού
να με κοιτάζει λαίμαργα
να με απορροφά
σ’ ένα φωτοστέφανο που ανάπνεε
είμαι ένας ανήλικος ήλιος
μου είπε
και ήταν η φωνή του συριγμός
σαν δελφινιών φωνή
που μου τρυπούσε το κεφάλι…

κάποια μέρα θ’ ανατείλω
όμως ο κόσμος θα είναι πια νεκρός
κι έτσι μονάχος θα λουστώ όλο το ακριβό μου αίμα
δεν είναι ένας αφόρητος λυγμός;

τα λόγια του ακολούθησε
ένα γέλιο που σάρκαζε το χρόνο
ένας παραφρονικός ρυθμός
που άλλο δεν άντεχα

ξύπνησα έντρομος

το στόμα μου ήταν ανοιχτό
σ’ένα μορφασμό παράξενο
μάτια δεν είχα
αιμορραγούσα από τις μαύρες κόγχες μου
γύρω μου
παλλόταν
το ένιωθα
ένας ανθρωποκεανός
κάποιος νεκρός
το ήξερα
άγνωστο πως
σερνόταν ήδη
πάνω σε κάτι που έμοιαζε
με προκυμαία

ερχόταν
για να δεθεί αιώνια μαζί μου

ούρλιαξα
άηχος τρόμος
κλινικά νεκρός

μια μέρα
θα με περιμένεις;
θ’ ανατείλω
όμως θα είσαι πια νεκρός
κι έτσι μονάχος θα απλωθώ
ως τ’ακροδάχτυλα του εαυτού σου
θα το αντέξεις;

δεν είναι όλο τούτο
πες μου
ένας αφόρητος λυγμός;

Πέμπτη 17 Μαΐου 2018


Ανθρωπομέτρης


Σάρκινα λουλούδια
φυτρώνουν σε μια άρρωστη γη
πάνω τους κόκκινες δροσοσταλίδες
ο χρόνος
δηλητηριάζει τα φύλλα
και τους μίσχους
ποτίζει με ιχώρ που αχνίζει

Σε είδα ξέρεις
στ’ όνειρό μου
γινόσουν χώμα
γινόσουν δέντρα
γινόσουν σύννεφα
γινόσουν αίμα…

Ο ανθρωπομέτρης
άπλωσε ένα λευκό μανδύα
πάνω στο πρόσωπό μας
το φως τρυπώνει μέσα από τη σκέψη
η αθανασία τρυπώνει από τη προσευχή
η αγάπη απόλυτη τιμή
και δεν αντέχει
ν’αργοπεθαίνει στο περίπου…

Σε είδα πάλι
ν’αγκαλιάζεις τον ήλιο
μονάχα με το χαμόγελό σου
καιγόσουν
γλώσσες φωτιάς
εξέχεαν τα σωθικά σου
και δεν ζητούσες να εξαγοράσεις
το πυρετό με τη δροσιά
αλλά το αύριο
με το τώρα
χωρίς να ξέρεις
πως ζούσες ξανά και ξανά
όλο το παρελθόν σου
σε μια εξάχνωση του απείρου
μόνο…

Ο ανθρωπομέτρης
άνοιξε ένα από τ’αναρίθμητα κελιά του
έβγαλε έναν ανήλικο ήλιο
στον λευκό σου κόρφο τον απίθωσε
άγγιξε τα πλευρά σου
τα φτερά σου άνοιξαν
σε άγγιξε στο πρόσωπο
και η λάμψη από την ομορφιά σου
απλώθηκε σε χίλια στερεώματα
άγγιξε το μυαλό σου
για να μπορέσεις να τον δεις

κι ύστερα

χαμογελώντας σαν μικρό παιδί
με μια του κίνηση
χώρισε το σώμα απ’το κεφάλι
και το ζεστό σου αίμα
που πλημμύρισε την μαύρη θάλασσα
του απείρου

έγινε γεννήσεις
έγινε θάνατοι
έγινε ρίγος
έγινε χώρος
έγινε άνθρωποι



ξανά…

Σάββατο 5 Μαΐου 2018




Όπως
ο οίκτος που δεν γίνεται συμπόνια
και δεν βαφτίζεται στην απέραντη θάλασσα της περιχώρησης
που δεν τολμάει να σκεπάσει με τις φτερούγες της 
η ψυχή
το Άγνωστο
διακινδυνεύοντας
ό,τι είναι ακριβότερο απ’τη στιγμή
έτσι ομοιάζοντας
το μικρό κερδίζει τις καθημέριες μάχες
και το Απόλυτο χαμηλώνει το βλέμμα

και ξοδεύει άπληστα
με θράσος
όλη την Αγάπη Του ο Ένας
στο αιώνιο
που δεν φυλακίζεται

φιλοξενώντας απρόθυμα
τον Πρώτο και τον Έσχατο
στοχασμό και πόθο

στη φωτιά Του την ονειρεμένη από την Αρχή του


για τον άνθρωπο