Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009


Οι περιπέτειες ενός σοφού Sannyasin


Το Κοέν του τρομερού καλόγερου Τσι-Ρι-Λιο.


Καθόταν στα σκαλάκια του Ναού ο γερό-σοφός Τσου-Τσου φύσαγε και ξεφύσαγε, η ζέστη τον είχε πειράξει. Γύρα του καμιά εικοσαριά μοναχοί, νέα παιδιά, με μάτια καρφωμένα πάνω του περίμεναν με τ'αυτιά ανοιχτά να ακούσουν τον ωραίο λόγο, μεστό σε γνώση και αφορμή διαλογισμού. Έφερε ένα αμούστακο παλικαράκι, δόκιμο τον είχαν, για αγγαρείες και δουλειές, μια κούπα με δροσερό νερό, έβρεξε τα χείλη του Τσου-Τσου, πήρε τα πάνω του, σβάρνισε με το βλέμμα ένα γύρω τα μοναστηροπαίδια, αναστέναξε. Λίγο πριν βγει η κουβέντα απ'το σοφό του στόμα, ο πιο μεγάλος απ'τα μοναχόπαιδα, είπε στον γέροντα.

- Σοφέ, σεβαστέ, άγιε γέροντα, με λαχτάρα περιμένουμε ν'ακούσουμε τον μελιστάλαχτο, όλο σοφία λόγο απ'το στόμα σου. Τύχη μεγάλη που σ'έφερε ο δρόμος σου απ'το παμπάλαιο μοναστήρι μας. Κάθε σου λέξη και μια βελονιά στο κέντημα της γνώσης. Κάθε σου φράση και μια σούτρα των Θεών στ'αυτιά μας. Και πριν ακούσουμε τα όσα εσύ θες να μας πεις, ερώτηση έχω, να τολμήσω να την φανερώσω;

Κατένευσε ο Τσου-Τσου, πήρε το θάρρος το παιδί, συνέχισε.

- Έχουμε μάθει απ'τα βιβλία γι'άλλες θρησκείες, πέρα στη Δύση γέροντα, μεγάλες ισχυρές. Για δυο κυρίως πλαντάζει ο κόσμος. Η μια ο Χριστιανισμός, του Δάσκαλου Ιησού, η άλλη του Μωάμεθ γέννα, Μουσουλμανισμός λέγεται. Καμιά φορά αναρωτιέμαι, γιατί ο κόσμος έχει χωριστεί και κομματιάστηκε σε τόσες δοξασίες, μία δεν είναι η Αρχή, αυτή που λέμε Χωρίς Αιτία Αιτία των Όλων; Γιατί να τα μπερδεύουμε έτσι οι ανθρώποι δάσκαλε σοφέ;

Σήκωσε το κουρασμένο βλέμμα ο ασκητής, κοίταξε το παιδί, θυμήθηκε τα δικά του νιάτα, όλο ρωτήματα κι αυτός τότε, βόγκηξε, πήρε σειρά να μιλήσει.

- Αχ, καλά μου παιδιά, είστε τυχεροί, το ξέρω, όχι όμως γιατί πάτησα το πόδι μου στο αρχαίο αυτό μοναστήρι -ανάγκη εσείς από ξωμάχους σαν και μένα δεν έχετε. Μα γιατί έχετε δασκάλους άξιους, θρεμμένους με της αλήθειας την τροφή που αμάσητη ακόμα έχετε στο στόμα αλλά λίγο το λίγο κατεβαίνει στης ψυχής τον στόμαχο και θα οδηγηθείτε στο δρόμο το σωστό, χωρίς περιπλανέματα, χωρίς άδικο κόπο. Κι ας έρθω τώρα στο ερώτημα. Να, σαν και τότε, που ήμουνα παιδί κι εγώ, αμούστακο βλασταράκι μοιάζεις κι εσύ και όλοι σας. Όλο γιατί, και πως και απαντημό έψαχνα από τους πρεσβυτέρους, ας είναι όλοι καλά εκεί απάνω. Το λοιπόν, έτσι όπως κάθομαι μαζί σας και τα λέμε, μού'ρθε στο νου μια ωραία ιστορία να σας πω ένα Κοέν ας πούμε, από τα άγουρα τα δικά μου χρόνια, όταν ο διάσημος Τσι-Ρι-Λιο, ο τρομερός καλόγερος που μ'είχε τότε και με βύζαινε το γάλα της αλήθειας απ'τα μαστάρια του τα πλούσια. Κι ακούστε τι μου είπε ο μακαρίτης. Έχετε τ'αυτιά ανοιχτά, τον νου σας εδώ πέρα;

Νεύσανε όλα τα παιδιά το 'ναι', γέλασε ο Τσου-Τσου, άρχισε να ιστορεί.

- Ήταν λοιπόν, που λέτε, ένα πρωινό μαζί στου ουρανού το δάσος, το μυριόδεντρο, κάτω από έναν πλάτανο απειρόχρονο, ξαπλωμένοι οι τρεις τους. Ο Ιησούς, ο Μωάμεθ κι ο Γκαουτάμα, ο δικός μας. Φίλοι; Όχι δα! Εχθροί; Ούτε κι αυτό, απλά συτντρόφιαζαν πότε πότε, έτσι, πίναν και κανά κρασί, να περνάν οι αιώνες, να μην βαριούνται. Κείνη τη μέρα όμως, ο Προφήτης κι ο Ιησούς είχαν κι οι δυο τους μπόλικα σύννεφα στο λογισμό, δεν τους χωρούσε ούτε ο Ουρανός, λες και δεν είχαν ικανοποίηση από τα έργα τους σαν ζούσαν. Βδοκιμούσαν οι θρησκείες τους, αυγάτιζε το πλήθος των πιστών αλλά αυτοί, εκεί, αμίλητοι, κατσουφιασμένοι. Μονάχα ο δικός μας δεν χαμπάριαζε, στη στάση του λωτού απ'το πρωί ως το βράδυ.

"Τι έχεις μωρέ Οβραίε και στενάζεις;", έσπασε της σιωπής την ομίχλη ο Μωάμεθ και έριξε το άγριο, μαύρο βλέμμα του στον Ιησού. Ο Γκαουτάμα ακόμα τίποτα, μιλιά.

"Τι θες να έχω βάρβαρε;", τον αποπήρε ο Ιησούς. "Χύνονται τ'ασκέρια σου στης γης, σφάζουν τα πρόβατά μου, με ρωτάς τι έχω; Είναι θρησκεία μωρέ αυτή που σκαρφίστηκες, να την χαίρεσαι!", είπε ο Ναζωραίος κι άχνιζε η κεφαλή του.

Πετάχτηκε απάνω ο οξύθυμος Άραβας και έβγαλε τη χατζάρα απ'το χρυσό θηκάρι του. Κι ο Πρίγκιπας, ακόμα τίποτα, έβλεπε, άκουγε, μιλιά.

"Τι'πες μωρέ γκιαούρη για τους βλογημένους μου;", έκραξε ο Προφήτης και σπίθες βγαίναν απ'τα μάτια του σκίζαν τον αγέρα τ'Ουρανού. "Πόλεμος, δεν το ήξερες, Πόλεμος Ιερός είν'τ'ονομά μου! Τζιχάντ, που πάει να πει, για μένα να τα δίνεις όλα άμα έχεις το θράσος μια μέρα να ανέβεις εδώ πάνω για ν'αράξεις. Πόλεμος κι όχι αγάπες και λουλούδια και νερόβραστα κρομμύδια τα δικά σου!". Γύρισε το βλέμμα ο Ιησούς, τον κοίταξε, δεν έδωσε σημασία.

"Θηκάρωσε τη χατζάρα σου κι ο πόλεμος είναι στο κεφάλι σου απ'την ώρα που γεννήθηκες, τρελούλιακα! Εκανα τόσο μόχτο μωρέ, σαρκώθηκα, δίδαξα, με κορόιδεψαν, με σπάσανε στο ξύλο να τους λέω 'αγαπάτε αλλήλους', μέχρις σταυρώθηκα, όλα τα πέρασα, έφτυσα αίμα, κι ήρθες εσύ να μου τα κάνεις όλα ρόιδο, τι να σου πω, μεγάλος μπελάς ξεφύτρωσε με την δική σου φύτρα! Φτού!".

Τ'άκουσε αυτά ο Πολεμιστής, του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, πήγε να ρίξει μια στον Ιησού να τον ξεκάνει, ώσπου ακούστηκε η φωνή, η γλυκιά, η γάργαρη, σαν δροσερό νερό του πιο παλιού απ'όλους, του δικού μας, του Αγιου Τιθαγκάτα.

"Βάλε το ωραίο σου σπαθί Μωάμεθ στο θηκάρι, άφρισες απ'το κακό σου και οι διαλογισμοί μου πήγαν περίπατο. Τσάμπα ο κόπος δηλαδή. Ας έχει. Τι σού'ρθε σήμερα να αρχίσεις τις απειλές στον γλυκό Γαλιλαίο; Δίκιο δεν έχει από τους δυό κανείς σας, αλλά εσύ δεν τρώγεσαι αδελφέ μου! Με το παραμικρό σηκώνεις τη χατζάρα για να μας κάνεις τι; Ξέχασες μωρέ ότι είμαστε αθάνατοι; Έλα λοιπόν, κάθισε πάλι να σε δει η σκιά, να ησυχάσεις. Καλά τα λέω εγώ, ούτε 'αγάπη', ούτε 'μίσος', η γνώση φέρνει την χαρά, την δραπέτευση απ'τον πόνο".

Άκουσε τα λόγια αυτά ο Προφήτης, έβαλε τη σπάθα στο κρεβάτι της να αράξει, έπεσε κάτω πάλι, οι σπίθες κάνανε φτερά, διαλύθηκαν.

"Πως έχεις τον τρόπο μωρέ Ινδέ να με καταφέρνεις έτσι, μπράβο σου, σε παραδέχομαι. Να μην κοιτάζω μόνο αυτόν τον άπιστο από δω και μου ανεβαίνει η πίεση. Με σένα δε με νοιάζει, απέχουν οι χώρες μας πολύ, έχει για όλους χώμα να σπείρουμε, αυτός εδώ ο χαζοκούταβος με πολεμάει ακόμα".

Γύρισε ο Ιησούς το βλέμμα στον Γκαουτάμα, του χαμογέλασε γλυκά.

"Σ'ευχαριστώ που διέκοψες το ιερό σου έργο Πρίγκιπα και μέρεψες τούτο την ξέφρενη γκαμήλα της ερήμου. Δε λέω, πλανεμένοι είστε κι οι δυο, η αλήθεια Εγώ, εσείς απλές της όψεις, αλλά εσένα πάντα σε αγαπούσα πιο πολύ καλέ Γκαουτάμα. Βασιλικό το αίμα βλέπεις πήρες τρόπους κι αγωγή. Γι'αυτόν εδώ, ας μην τα λέμε. Φίδι της Αραπιάς, φαρμακώνεσαι και που τον βλέπεις μόνο!"

Τ'άκουσε πάλι αυτά ο Προφήτης, γύρισε στον Γκαουτάμα αλαφιασμένος.

"Τον ακούς, τον ακούς μωρέ φακίρη; Τι να του κάμω τώρα, πες μου εσύ, τι να τον κάμω; Μια χαψιά; Θα βαρυστομαχιάσω!"

Και τότε ακούστηκε φωνή από ψηλά, βροντερή σαν χίλιοι κεραυνοί και πέσαν στο χώμα οι τρεις τους κρατώντας τα κεφάλια τους.

"ΣΚΑΣΤΕ ΜΩΡΕ! Σκάστε πανάθεμά σας! Ούτ'ένα μεσημέρι δεν μπορώ να κοιμηθώ! Μου φαίνεται θα σας ξαναστείλω εκεί χάμω, άιντε, σας βαρέθηκα, τεμπέληδες, κοπρίτες!".

Ακολούθησε ύστερα άγριο μουγκρητό, μια ανασεμιά, θύελλα ξεσηκώθηκε που κόντεψε να ξεριζώσει τον μυριοχρονίτη πλάτανο! Πέρασε λίγη ώρα, μέρεψε η κατάσταση. Σηκώθηκε πρώτος απ'το χώμα ο Προφήτης, κοίταξε τον Ιησού, φωτιά τα μάτια του, φωτιά η φωνή του.

"Συ τα φταις τρελο-σταυρωμένε! Πάω να πιω κανά ρακί στο καπηλειό να μην σε βλέπω και μου'ρχεται σκοτοδίνη!"

Σήκωσε τις πατούσες του ο Προφήτης, βήματα τεράστια, βαριά, χολωμένα, εξαφανίστηκε.

Σηκώθηκαν ύστερα κι οι άλλοι δυο. Είπε ο Ιησούς στον Σοφό Γκαουτάμα.

"Λίγο ακόμα και μ'έβλεπα ξανά εκεί κάτω, ούτε ψύλλος στο κόρφο μου αδελφέ!"

"Τι τα θες, τι τα γυρεύεις, παρά τρίχα τη γλιτώσαμε. Τι λες τώρα, πάμε για μια παρτίδα σκάκι;"

***

7 σχόλια:

viv είπε...

αγάπη και μίσος - με την λεπτή γραμμή που τα διαχωρίζει - αναγκαία για εμάς τους τρωτούς...
αλλά η γνώση χαρίζει την ισορροπία!

να ζεις με την καρδιά ή το μυαλό?

υπάρχει σωστό και λάθος?

Νimertis είπε...

γεια σου viv... έθεσες τα μεγάλα, τα σπουδαία και τα άλυτα εισετι ερωτήματα... υπάρχει σωστό και λάθος; ο δρόμος του Ζεν δεν αναγνωρίζει την διχαστική και μανιχαϊστική τελικά ευνουχιστική λειτουργία του νου... αποδέχεται όχι το εγώ αλλά την ίδια την δράση ως όχημα που εναρμονισμένο με την αναπνοή του σύμπαντος σε βγάζει από την ψευδαίσθηση... ούτε σωστό ούτε λάθος συνεπώς... αλλά έτσι λειτουργεί, χειρουργικά ο νους... και μας έχει δέσμιους...

nkarakasis είπε...

Ευφυέστατο και με χιούμορ το κείμενο σου. Το σωστό είναι σωστό μέχρι να γίνει λάθος..

viv είπε...

χμ! μου αρέσει αυτή η θεώρηση!
δικαιολογεί εκ των προτέρων, όλες τις πράξεις

Νimertis είπε...

Γεια σου Νίκο, ευχαριστώ για το σχόλιό σου...
------------------------------------------
γεια σου viv... βολικό αυτό ε;

viv είπε...

το σωστό είναι σωστό μέχρι να γίνει λάθος!!!
nimertis, ίσως να είναι η λύση για τις ηθικές αναστολές.
οι οποίες, παρεπιπτόντως, είναι άραγε εργαλεία ελέγχου που χρησιμοποιούνται από "θρησκείες", "σωστές κοινωνίες" ή "προσωπικές αδυναμίες" ???

Νimertis είπε...

γεια σου viv... ηθικες αναστολές... εργαλεία που επινοήθηκαν -είναι κι αυτές μηχανισμοί του νου, του στυγνού δικτάτορα- για να εγκλωβίσουν την έκφραση, το να αφεθείς, να δοθείς για να βιώσεις... ο νους δεν επιτρέπει το βίωμα, επιτρέπει μόνο την συνέχιση του χρόνου και των παραγώγων του... το αληθινό βίωμα είναι εκτός χρόνου και αυτό μας ανισορροπεί... όλο τούτο είναι θέμα 'πολιτισμού' του καθωσπρεπισμού μας και των κληρονομημένων 'αξιών' μας για να είμαστε 'ευπρεπείς', προβλέψιμοι, τελικά, ακίνδυνοι...